- λουστρίζω
- [λούστρο]λουστράρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουστρίζω — λούστρισα, γυαλίζω, βερνικώνω, λουστραρίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)